- συνταξιοδοτώ
- (ε) μετ. назначать, предоставлять пенсию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνταξιοδοτώ — συνταξιοδοτώ, συνταξιοδότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνταξιοδοτώ — έω, Ν παρέχω, καταβάλλω σύνταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξη + δοτώ (< δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. χρηματο δοτώ] … Dictionary of Greek
συνταξιοδότηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνταξιοδοτώ, παροχή σύνταξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταξιοδοτώ. Η λ., στον λόγιο τ. συνταξιοδότησις, μαρτυρείται από το 1849 στον Φίλ. Ιωάννου] … Dictionary of Greek
συνταξιοδοτικός — ή, ό, Ν [συνταξιοδοτώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην συνταξιοδότηση («συνταξιοδοτικός οργανισμός») … Dictionary of Greek